ορθοφρονώ

ορθοφρονώ
(Μ ὀρθοφρονῶ, -έω) [ορθόφρων]
νεοελλ.
σκέπτομαι σωστά, είμαι συνετός
μσν.
είμαι ορθόδοξος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορθοφρονώ — ορθοφρόνησα, σκέφτομαι σωστά, λογικά, με ευθυκρισία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εχεφρονώ — (ΑΜ ἐχεφρονῶ, έω) [εχέφρων] είμαι εχέφρων, συνετός, σώφρων, σκέφτομαι λογικά, ορθοφρονώ …   Dictionary of Greek

  • ορθοφροσύνη — η [ορθοφρονώ] το να σκέπτεται κάποιος λογικά, ευθυκρισία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”